εκτύλιξη

εκτύλιξη
η
1. η ενέργεια τού εκτυλίσσω, ξετύλιγμα
2. συνεχής διαδοχή αλληλοεξαρτημένων γεγονότων, ανάπτυξη, εξέλιξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • κατοχέας — ο (Α κατοχεύς) νεοελλ. ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα αρχ. 1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • στρέβλη — η, ΝΑ 1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο 2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ) αρχ. 1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξη — η 1. εκτύλιξη, ξετύλιγμα, ανέλιξη, ανάπτυξη. 2. μτφ., διαδοχική μεταβολή από κατάσταση σε κατάσταση, εξελικτική πορεία: Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. 3. μτφ., η μετάβαση με σειρά διαδοχικών μεταβολών από μια μορφή απλούστερη σε άλλες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”